- οστεογένεια
- ηιατρ. βλ. οστεογένεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστεογένεση — και οστεογένεια, η 1. βιολ. ο σχηματισμός τού οστίτη ιστού από τις οστεοβλάστες 2. φρ. «ατελής οστεογένεση» ιατρ. κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη οστών με λεπτά τοιχώματα και μεγάλη προδιάθεση για κατάγματα, από έλλειψη… … Dictionary of Greek